Απ την Αδριατική στην Μαύρη θάλασσα.

3-13 Αυγούστου 2011

(Κοζάνη - Nis - Budva - Cetijie - Njegusi - Kotor - Dubrovnik - Split - Zagreb - Budapest - Sibiu - Transfaragasan - Sighisoara - Bran - Brasov - Constanta - Edrine - Νέα Βύσσα - Κοζάνη). Σύνολο: 5.000 χιλιόμετρα.

Αναβάτες - Μηχανές:
Κώστας - Kawasaki Z750s
Στέλιος - Kawasaki Z750
Στέφνος - Honda CBR1000xx
Ανέστης - Aprilia Strada



Κοζάνη - Νις


Το ραντεβού ήταν στο καφέ Πορτοκάλι, στις 7:00. Όταν έφτασα 7:15 ήταν εκεί ο Στέφανος. Ο άνθρωπος ξυπνητήρι που κάθε πρωί χτυπούσε πόρτες!! Δέσαμε τα τελευταία και ξεκινήσαμε κατά τις 8:00




Στα σύνορα πρέπει να πω ότι ο Έλληνας αστυνομικός μου έδωσε τα εύσημα για το aprilia. (Να τα λέμε αυτά)!!




Φτάσαμε στη Νις λοιπόν περίπου στις 17:00, τακτοποιηθήκαμε σ’ ένα όμορφο και φθηνό ξενοδοχείο που είχαμε κλείσει και βγήκαμε να δούμε την πόλη και να φάμε.





Όμορφη πόλη με ένα κάστρο στο κέντρο της, χτισμένο στις όχθες του ποταμού Νισάβα όπως και μια γέφυρα που οδηγούσε στο κάστρο.








Κάναμε βόλτα μέσα στο κάστρο με ένα παιδικό τρενάκι ακούγοντας χαλαρωτική παιδική μουσική.


Ήπιαμε έναν καφέ, χαλβαδιάσαμε τις σέρβες που είναι άντε γεια και μετά φαγητό. Παίζει να τρόμαξε ο σερβιτόρος γιατί την πέσαμε σαν λυκόσκυλα!! Πολύ νόστιμο φαγητό! Μετά βόλτα στην πόλη, παγωτό και πίσω για ύπνο.

Νις – Μπούντβα

Αφού φάγαμε πρωινό στη Νις, ξεκινήσαμε κατά τις 9:00, όλη μέρα πάνω στη μηχανή. Ο δρόμος όλο στροφές, πολύ επικίνδυνος αλλά με καλή άσφαλτο, πολύ κίνηση γεμάτη νταλίκες αλλά αυτά που βλέπαμε ήταν πανέμορφα!! Μια διαδρομή μέσα από βουνά και γεωκτηνοτροφικά χωριά!!


Στη διαδρομή φάγαμε πολύ βροχή και ο Κώστας έκοψε ντίζα συμπλέκτη μέσα σ ένα χωριό 450 χιλιόμετρα πριν την Μπούντβα. Εκεί ο Στέλιος την πατένταρε και τελικά μας έβγαλε έτσι όλο το ταξίδι. Επίσης πετύχαμε έναν βούλγαρο μοτοσικλετιστή που έπεσε σταματημένος γιατί βούλιαξε στο χαλίκι στην άκρη του δρόμου, σταματήσαμε τον βοηθήσαμε και μας είπε ότι είχε διασχίσει τη Γερμανία και τη Γαλλία. Φτάνοντας στην Μπούντβα βλέπεις μια πόλη χτισμένη στη θάλασσα με πολύ δυνατή ζωή και νέους ανθρώπους στους δρόμους, κάτι σαν ελληνικό νησί. Φτάσαμε δώδεκα και!! Κομμάτια απ την κούραση, κάναμε μπάνιο, πήραμε κάτι απ τον φούρνο που ήταν ακριβώς από κάτω και κοιμηθήκαμε σαν να κλείνεις διακόπτη.


Ο Κώστας βέβαια φοβήθηκε γιατί του εξήγησα για την νόσο των πιλότων που απ την κούραση κοιμούνται και δεν ξανά ξυπνάν. Πήγε να την παλέψει με το ένα μάτι ανοιχτό αλλά σε μερικά λεπτά ήταν ξερός!!

Μπούντβα – Κότορ – Ντουμπρόβνικ.

Αφού ξυπνήσαμε και αντιληφθήκαμε ότι τελικά είμαστε ζωντανοί, φάγαμε πρωινό απ’ τον ίδιο φούρνο με χθες, ζέψαμε τις μηχανές και ξεκινήσαμε .


Στη διαδρομή ανεβαίναμε βουνό και η Μπούντβα από ψηλά φαινόταν υπέροχη! Ευκαιρία για φωτό!! Σταματάμε λοιπόν, τραβάμε αρκετές μεταξύ μας με θέα κάτω την Μπούντβα και στο βάθος την Αδριατική.

Ας βάλουμε και τις μοτοσικλέτες μπροστά να βγάλουμε μερικές και έτσι. Όπως πάω την μηχανή λοιπόν μπροστά στο γκρεμό, φεύγει το κράνος από πάνω και καταλήγει καμιά σαρανταριά μέτρα κάτω στα γκρέμια!! Δεν γίνεται να συνεχίσω χωρίς κράνος και η περιοχή δεν είχε μαγαζιά με είδη μοτοσικλέτας!! Χωρίς δεύτερη σκέψη, ξεκινάω την ελεύθερη καταρίχηση.

Μέχρι να φτάσω πέρασε και ένα φίδι από μπροστά μου, ο ήλιος βαρούσε ντάλα, έλιωσα!! Μετά από αρκετή ώρα ψαξίματος στους θάμνους, το είδα!! Ο θάμνος ήταν αρκετά πάνω από εμένα, το έβλεπα αλλά αν έφευγα πάνω να το πάρω θα το έχανα ξανά και έτσι έγινε, ευτυχώς όμως φώναξα του Στέλιου από πάνω να σημαδέψει το θάμνο. Εκείνος έβλεπε από εκεί ότι υπάρχει πέρασμα, έτσι κατέβηκε μέχρι εκείνο το σημείο και το τσίμπησε. Ο Στέφανος είχε μείνει πάνω μόνος και άρχισε να σκέφτεται πως θα καλούσε πυροσβεστική αν πάθαινε κάποιος κάτι εκεί κάτω, δεν ήξερε και αγγλικά, είχε φύγει και ο Κώστας μπροστά… Εν τέλει μαζέψαμε το κράνος, είχε κάτι γρατσουνιές και έλειπε η ζελατίνα, εντωμεταξύ γύρισε και ο Κώστας γιατί αργήσαμε και ανησύχησε, ανεβήκαμε πάνω με λίγο ζόρι και τρις μέρες οδηγώ χωρίς ζελατίνα και με γυαλί ηλίου. Η τέχνη θέλει θυσίες!! Επόμενη στάση Τσέτινιε.


Ήπιαμε καφέ ηρεμήσαμε, εντωμεταξύ στο βενζινάδικο που σταματήσαμε πιο πριν έπεσαν άλλα δύο κράνη, του Στέφανου μάλιστα έσπασε ο αεραγωγός!! “Helmet day
Μετά τον καφέ ξεκινάμε για Νιεγκούτσι. Η διαδρομή υπέροχη!! Στενός δρόμος πάνω σε βουνό γεμάτος στροφές που σε κάθε μία από αυτές εμφανιζόταν όλο κάτι όμορφο!!

Στο κατέβασμα λοιπόν απ την άλλη πλευρά του βουνού, εμφανίστηκε το όμορφο αυτό χωριό Ένα χωριό με το καλύτερο προσούτο!!


Οι λιγοστοί κάτοικοι ασχολούνται όλοι με αυτό, όλο το χωριό μύριζε καπνιστό!! Δεν γίνεται να μην σταματήσεις… Παραγγείλαμε λοιπόν προσούτο και καπνιστό τυρί… Αυτό το πράγμα που φάγαμε απλά δεν το περιγράφεις…

Αφού λοιπόν ασελγήσαμε πάνω στις πιατέλες, ξεκινήσαμε για Κότορ, ένα όμορφο παραθαλάσσιο χωριό που πάνω στα βράχια που το περιβάλει έχει χτισμένα τοίχοι, στο λιμανάκι “παρκαρισμένα” πολυτελή γιοτ και μάλιστα ένα με Ελληνική σημαία.

Καθίσαμε εκεί για καφέ και ο Κώστας ανέβασε το ζάχαρό του 1600, τρώγοντας κρέπα με μερέντα και μετά παγωτό. Προβληματισμός στην παρέα για τον οργασμό της τερηδόνας…

Καβάλα πάλι τα δίτροχα και προορισμός το Ντουμπρόβνικ.
Τι να πω τώρα; Πώς να το περιγράψεις αυτό το μέρος;; Τελικά κάποια πράγματα πρέπει να τα ζήσεις, ότι και να δεις, ότι και να σου πουν, τίποτα δεν είναι όπως τη στιγμή.

Ένα ονειρικό κάστρο χτισμένο μπροστά στη θάλασσα το οποίο κατοικείται!! Το κάστρο μέσα είναι γεμάτο κόσμο και μαγαζιά, από ταβέρνες και εστιατόρια μέχρι καφέ και μπαράκια. ΟΜΩΣ!! Όμορφα συνδεδεμένα με το κάστρο όλα!!

Στο τέλος του κάστρου βγαίνεις στο λιμανάκι. Διάφορα events στα στενάκια του και το ωραιότερο παγωτό που έχω φάει ποτέ!! Ακόμα και απ τις δυο επισκέψεις μου στην Ιταλία!! Τι Τζελατερία και αηδίες!! Μπύρα και σπίτι για χαλάρωμα.

Ντουμπρόβνικ πρέπει να πας!!

Ντουμπρόβνικ – Σπλιτ.

Ξεκινήσαμε κατά τις 10:00, το Σπλιτ είναι κοντά, φτάσαμε κατά τις 17:00. Ψάξαμε με τα iphone για hostel αλλά δεν είχε κανένα πάρκινκ για τις μηχανές, οπότε βρήκαμε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Δυσκολευτήκαμε ακόμα και με τα gps να το βρούμε, άσε που φτάνοντας, κάναμε τάμα να βρούμε τον ιδιοκτήτη αλλά άξιζε ο κόπος!! Καινούρια μεγάλα διαμερίσματα που είχαν μέσα ΤΑ ΠΑΝΤΑ όμως!! Με δικό μας γκαράζ που άνοιγε με τηλεχειρισμό.


Ο ιδιοκτήτης κοντά στα 35 με την όμορφη γυναίκα του και τα δυο παιδάκια τους μας υποδέχτηκαν στο σπίτι τους τον Κώστα και εμένα μας πρόσφεραν μπύρα ή καφέ, (το κωλόσκυλο μου έγλυφε τη στολή) δεν κράτησαν κανένα στοιχείο μας και απλά μας ευχήθηκαν καλή διαμονή. Τι να πεις γι αυτούς τους ανθρώπους… (20 ευρώ το άτομο).

Το απόγευμα βγήκαμε στην πόλη, όμορφο το Σπλιτ, με την κεντρική πλατεία στο λιμάνι, ένα μεγάλο κάστρο που όπως το Ντουμπρόβνικ υπάρχουν μαγαζιά μέσα του, εστιατόρια και καφέ – μπαρ. Πεινάγαμε σαν λύκοι, καθίσαμε σ ένα εστιατόριο λίγο έξω απ το κάστρο, παραγγείλαμε μια μπολονέζ και δύο πίτσες και μπύρες για κλείσιμο. Μετά βόλτα στο λιμάνι και παγωτό που ήταν άθλιο!! Εγώ το πέταξα, ο Στέλιος ξέρναγε όλο το βράδυ!!

Το πρωί ο Στέφανος ξεκίνησε να επισκευάζει τον αεραγωγό του κράνους του που είχε σπάσει την “Helmet day”. Είχε πάρει μαζί του και κόλλα στιγμής!! Πέρα απ το πλήρως οργανωμένο φαρμακείο που είχε μέσα κυριολεκτικά τα ΠΑΝΤΑ!!

Αφού ζήτησε του φαρμακοποιού και του έδειξε πως κάνεις ενέσεις στον κώλο!! Σταυρώνεις με ένα μαρκαδόρο το αριστερό κωλομέρι και βαράς λέει στην εξωτερική αριστερή πλευρά επάνω!! Θεός φυλάξει!!
Εντωμεταξύ εμείς ψάχναμε με το iphone ανταλλακτικά για το κράνος μου στο Ζάγκρεμπ. Δύσκολα τα πράγματα…

Σπλίτ - Ζάγκρεμπ

Αφού οδηγήσαμε τις υπέροχες Δαλματικές ακτές, ξεκινήσαμε για ορεινές διαδρομές. Εγώ είχα σκοπό να βρω ζελατίνα γιατί δεν πήγαινε άλλο, είχα γράψει σχεδόν χίλια χιλιόμετρα με ανοιχτό κράνος. Στο δρόμο μας για Ζάγκρεμπ ήταν το Πλίτβισε, ένα απ τα εθνικά πάρκα της Κροατίας που είναι προστατευόμενη περιοχή απ την Ουνέσκο.

Δεκαεπτά χιλιόμετρα λοιπόν πριν το Πλίτβισε, σταματήσαμε σε ένα βενζινάδικο γιατί εγώ πήγαινα με λαμπάκι για 24 χιλιόμετρα. Καθίσαμε λίγο να ξεκουραστούμε και εμφανίζεται απ του πουθενά ένα μοτοσικλετιστής με ένα Suzuki gsr και το ίδιο κράνος με το δικό μου!! Αρπάζει την ευκαιρία ο Κώστας και τρέχει να τον ρωτήσει αν υπάρχει κάποιο μαγαζί στο Ζάγρεμπ που να πουλάει ζελατίνες. Εκείνος μας είπε ότι υπάρχει στο Ζάγρεμπ ένα που θα μπορούσαμε σίγουρα να βρούμε τα πάντα!! Πλημμυρισμένοι χαρά τον ευχαριστήσαμε και του ευχηθήκαμε καλό δρόμο.
Ξεκινήσαμε κι εμείς για το Πλίτβισε, φτάνοντας υπάρχει ένα μεγάλο πάρκινκ που πληρώνουν μόνο τα αυτοκίνητα, οι μηχανές μπαίνουν ελεύθερα.

Πρόκειται για μια πανέμορφη περιοχή πνιγμένη στο πράσινο, οι αμέτρητοι καταρράκτες, μικροί και μεγάλοι γεμίζουν τις λίμνες που βρίσκονται σε διάφορα επίπεδα η μία απ την άλλη!! Πρώτη φορά είδα τόσο ήρεμα ψάρια, βουτάς τα πόδια σου μέσα και κόβουν βόλτες γύρω σου. Είναι φανταστικό αυτό που έχει κάνει η φύση εκεί, ένας μικρός παράδεισος!!

Η είσοδος είναι 10 ευρώ και μ αυτό το εισιτήριο κάνεις βόλτα με το λεωφορείο μέσα στο πάρκο και περνάς με πλωτό απ την μια πλευρά της λίμνης στην άλλη. Αφού περάσαμε στην άλλη πλευρά φάγαμε το άθλιο φαγητό του πάρκου και ξεκινήσαμε ανάβαση για να βρούμε την στάση του λεωφορείο να μας πάει πίσω στο σημείο εκκίνησης,

Η περιοχή είναι τεράστια και οι ώρες πέρναγαν περπατώντας!! Δεν έχει και εναλλακτική διαδρομή για να φύγεις. Μετά από περπάτημα πέντε χιλιομέτρων τουλάχιστον (σύνολο), φτάσαμε σε ένα σταυροδρόμι επιτέλους που αν ήθελες συνέχιζες να κινείσαι μέσα στο πάρκο (είχε κι άλλο)!! Ή να πήγαινες προς την στάση του λεωφορείου.

Φυσικά επιλέξαμε τη διαδρομή για το λεωφορείο και κατά την ανάβαση η θέα του πάρκου από ψηλά ήταν εκπληκτική!!

Ξεκινήσαμε για Ζάγκρεμπ, απ τη μαγεία που μας πρόσφερε το πάρκο είχα ξεχάσει ότι οδηγούσα με γυαλιά ηλίου και είχε ήδη νυχτώσει, ο δρόμος ήταν στενός, διπλής κατεύθυνσης και με πάρα πολύ κίνηση, καθώς η περιοχή είναι τουριστική και όλη η Κροατία ήταν στο δρόμο!! Μου βγήκε η ψυχή μέχρι να φτάσω στο Ζάγρεμπ!! Μέσα στην πόλη απ τα μαύρα γυαλιά δεν είδα και ένα φανάρι και τελευταία στιγμή τράβηξα ένα φρενάρισμα που μ έβγαλε στη μέση της διάβασης πεζών αλλά το Pirelli ανταποκρίθηκε των περιστάσεων!! Η άσφαλτος μέσα στο Ζάγκρεμπ είναι εξαιρετική! Βρήκαμε το hostel και πέσαμε ξεροί.
Την επόμενη το πρωί είχα σκοπό να βρω το μαγαζί για τη ζελατίνα, ξεκινάμε όλοι μαζί λοιπόν να μπούμε στην πόλη, ήταν 17 χιλιόμετρα απ’ το hostel. Φτάνοντας στην αντιπροσωπεία ο πωλητής μ ενημέρωσε ότι δεν έχει ανταλλακτικά και πως αν ήθελα να βρω θα έπρεπε να γυρίσω πίσω 40 χιλιόμετρα σ’ ένα χωριό το Ντραγκανίτσι όπου υπάρχει το μαγαζί Novema Nova. Μου έδωσε διεύθυνση και τηλέφωνο, τον ευχαρίστησα και πήραμε αμέσως τηλέφωνο, ο πωλητής με διαβεβαίωσε πως έχει το ανταλλακτικό. Έτσι λοιπόν είπα στα παιδιά να συνεχίσουν για Βουδαπέστη, εγώ θα πήγαινα πίσω για ψώνια και θα επέστρεφα πάλι για Βουδαπέστη. Το δέχτηκαν και έτσι ξεκίνησα. Όταν έφτασα στο χωριό είπα “Ανέστη κάποια μαλακία έκανες, εδώ, πέρα από φούρνο δεν παίζει να υπάρχει άλλο μαγαζί” ένα μικρό χωριό που τέσσερις μπαρμπάδες έσκαβαν στην άκρη του δρόμου. Έκανα εκεί την ερώτηση δείχνοντας την διεύθυνση και το όνομα του μαγαζιού, δεν ήξεραν τίποτα. Εκεί επιβεβαιώθηκα, λέω “την έκανες την μαλακία”.
Ο ένας μπάρμπας με πάει σε ένα παντοπωλείο εκεί δίπλα και η κοπέλα που δούλευε στο ταμείο το ήξερε και μου έδειξε ότι ήταν λίγο παρακάτω. Μπαίνοντας στο μαγαζί δεν περίμενα ποτέ ότι θα βρω κάτι τέτοιο εκεί!! Ένας καινούριος χώρος που μέσα έβρισκες ότι μοτοσικλετιστικό τραβούσε η ψυχή σου!! Πολύ εξυπηρετικός ο πωλητής, τα είπαμε λίγο για το ταξίδι και μάλιστα μου είπε ότι ο καλύτερός του φίλος ήταν έλληνας κύπριος!! Αφού μου πέρασε τη ζελατίνα (51 ευρώ) μου ευχήθηκε καλό ταξίδι και συνέχισα για Ζάγκρεμπ και Βουδαπέστη.

Ζάγκρεμπ – Βουδαπέστη.

Μετά από αρκετά χιλιόμετρα μοναχικής οδήγησης έφτασα στα σύνορα της Ουγκαρίας, περνώντας από εκεί κανονικά πρέπει να πληρώσεις τη βινιέτα, είναι σαν τα ελληνικά διόδια, έφαγαν πιστολιά πήγε σύννεφο. 140 χιλιόμετρα πριν τη Βουδαπέστη λοιπόν σταματάω σε ένα βενζινάδικο και βλέπω από μακριά τρις γιούτσους να μαλακίζονται, ήμουν σίγουρος ότι πρόκειται για τους δικούς μου γιούτσους!! Είχαν πλύνει τις μηχανές γιατί ο Στέφανος δεν άντεχε να βλέπει το CBRxx ταλαιπωρημένο. Συνεχίσαμε όλοι μαζί λοιπόν και φτάσαμε στη Βουδαπέστη κατά τις 18:00. Το ξενοδοχείο έμοιαζε σαν την έπαυλη που γυρίστηκε η ταινία “Υπαστυνόμος Μπέκας”. Είχε μια τεράστια κόκκινη πόρτα που χτύπαγες κουδούνι και άνοιγε ηλεκτρικά αφού σε έλεγχαν απ την κάμερα πρώτα.

Μπαίνοντας έβλεπες ένα διώροφο πνιγμένο στο πράσινο. Ο προβληματισμός ήρθε αμέσως απ όλους, παίζει να ξυπνήσουμε εγχειρισμένοι και με λειψά όργανα στο σώμα μας!! Η συμπαθέστατη εξηντάχρονη με βλέμμα χασάπη μαμά του δράκουλα, μας οδήγησε στη σοφίτα όπου η τηλεόραση έπαιζε μεταγλωττισμένο “Knight Rider”.

Κατά τις 19:30 βγήκαμε βόλτα στην πόλη, όμορφη πόλη αλλά γεμάτη κωλόμπαρα και οι κράχτες πολύ ενοχλητικοί!! Πέρα απ το Δούναβη που κόβει την πόλη στα δύο και τα όμορφα φωταγωγημένα κτήρια όπως και η γέφυρα που όλοι βλέπουμε στα καρτ ποστάλ, δεν με ενθουσίασε ιδιαίτερα.

Ο Κώστας και ο Στέφανος μπήκαν σε ένα μαγαζί να πάρουν μια ζακέτα γιατί κρύωσαν τα ζαγάρια!! Το βράδυ μπύρα σε μια μισοάδεια πόλη και πάλι πίσω στο πατρικό του Δράκουλα όπου ο ταξιτζής μας κατάκλεψε, αφού όταν κατεβήκαμε στην πόλη πληρώσαμε τέσσερα ευρώ και στην επιστροφή 20!!

Αυτό που με χάλασε στη Βουδαπέστη ήταν η πολύ μαυρίλα γενικότερα με τα κωλόμπαρα στο κέντρο της πόλης, στον Στέλιο και εμένα μας της έπεσαν δύο φορές γυναίκες για βίζιτα. Γενικότερα θύμισε λίγο Ομόνοια η κατάσταση και μου χάλασε όλη την εικόνα μιας όμορφης και ρομαντικής πόλης.

Βουδαπέστη – Σίμπιου.

Περνόντας τα σύνορα από Ουγκαρία για Ρουμανία (Στη Ρουμανία οι μηχανές δεν πληρώνουν βινιέτα.) και αφού εντωμεταξύ φάγαμε δυνατή βροχή σε ένα δρόμο όλο στροφές και πολύ κίνηση, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα δρόμο ο οποίος ήταν σαν πίστα cross!! Αργότερα καταλάβαμε ότι αυτό ήταν μόνο η αρχή… Όλη η διαδρομή ήταν ένας δρόμος διπλήςκατεύθυνσης με τρομερή κίνηση!! Αφού πήραμε μια γεύση του τι μας περίμενε οδηγικά στη Ρουμανία, φτάσαμε στο Σίμπιου κατά τις 19:00, το ξενοδοχείο το βρήκαμε εύκολα। Πολύ όμορφο και βολικό, μέσα στην αυλή μάλιστα ήταν παρκαρισμένες άλλες δύο BMW GS και ένα ΚΤΜ 950, στο τσεκάρισμα είδαμε ότι ήταν Έλληνες. Βρήκαμε τον έναν στην είσοδο και τα είπαμε λίγο. Τα παιδιά ήταν από Αθήνα και έκανα την ίδια διαδρομή με εμάς αλλά ξεκινώντας από εκεί που εμείς θα τελειώναμε. Μας προετοίμασε για το πολύ κακό οδικό δίκτυο που θα συναντούσαμε και το Τρανσφαραγκασαν πας. Ανταλλάξαμε καληνύχτες και ανεβήκαμε να ετοιμαστούμε. Σε μια ωρίτσα ήμασταν έτοιμοι.

Η ξενάγηση ξεκινά!! Το κέντρο της πόλης ήταν πολύ όμορφο, πλακόστρωτο με παλιά σπίτια και μια πέτρινη γέφυρα, μαγαζιά, καφέ και εστιατόρια. Μάλιστα την επόμενη μέρα θα ξεκινούσε ένα rock festival.

Καθίσαμε να φάμε και ναι… Ήταν ελληνικό εστιατόριο, δίπλα μας μια παρέα Ιταλών δεν έβαλαν γλώσσα!! Πάρλα, πάρλα, πάρλα!! Παραγγείλαμε “Ελληνικά” δηλαδή μπορούσαν να χορτάσουν είκοσι άνθρωποι, μπύρα και μετά βόλτα στην πόλη.

Την επόμενη το πρωί ο Στέλιος αντιλαμβάνεται ότι έχει χάσει την πράσινη κάρτα. Στέλνει e mail και του τη στέλνουν σκαναρισμένη, τότε βγαίνουμε να βρούμε μαγαζί να εκτυπώσει σε πράσινο χαρτί. Βρήκαμε ένα φωτογραφείο, εγώ άδειασα και τις κάρτες τις φωτογραφικής μου σε dvd ο Στέλιος αφού έκανε ένα πρόχειρο σέρβις το εκτυπωτικό και αφού εξυπηρέτησε και μερικούς πελάτες τύπωσε την κάρτα του και είμαστε έτοιμοι!!

Σίμπιου – Συγκισουάρα – Τρανσφαραγκασαν.

Αφού λοιπόν τελειώσαμε με την εκτύπωση του Στέλιου και το δικό μου back up, ξεκινήσαμε για τη Συγκισουάρα, το χωριό του Κόμη Δράκουλα. Βγαίνοντας απ το κέντρο του Σίμπιου όμως είχε μπάρες και έπρεπε να πληρώσεις κάτι σαν παρκόμετρο επειδή έβαλες τη μηχανή στην πλατεία. Δίπλα απ την μπάρα και η Πιστολιά έπεσε ξανά. Η διαδρομή για Σιγκισουάρα ίδια, ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης 45 χιλιόμετρα απ το Σίμπιου. Όλοι οι δρόμοι πέρναγαν μέσα από μικρά φτωχικά χωριά που τα σπίτια ήταν χτισμένα κολλητά στο δρόμο, τα περισσότερα ήταν βαμμένα κίτρινα, κόκκινα και γαλάζια. Είδαμε να κάνουν δημόσια έργα με τα χέρια, τσάπα και φτυάρι, πολύ φτώχεια, κάρα φορτωμένα με την οικογένεια και τα παιδάκια να χαιρετούν όλο χαρά!!
Φτάσαμε λοιπόν στη Συγκισουάρα, μια όμορφη κωμόπολη της Ρουμανίας που δεν θύμιζε σε τίποτα τα χωριά μερικά χιλιόμετρα πίσω. Αρκετά παλιά σπίτια καλά διατηρημένα και πολλά τουριστικά μαγαζιά.

Τυχαία παρκάραμε έξω απ το κάστρο που κοσμεί την πόλη। Παρακάτω κι άλλες παρκαρισμένες μηχανές.

Περνώντας την είσοδο του κάστρου δύο νέοι παίζουν μουσική με φλογέρα και κιθάρα, στην αυλή λουλούδια και γύρω καφετέριες. Τραβήξαμε μερικές φωτογραφίες και φύγαμε γιατί το σημερινό πρόγραμμα ήταν βαρύ.

Η διαδρομή ήταν πάλι πίσω στο Σίμπιου και καρφί για την καλύτερη διαδρομή που πάτησα ποτέ!! Τρανσφαραγκασαν!!
Κάθε μοτοσικλετιστής πρέπει να κάνει αυτή τη διαδρομή. Φτάσαμε μετά από περίπου δυο ώρες στη διασταύρωση που όπως φαίνεται στο χάρτη κάπου εκεί κοντά έπρεπε να στρίψουμε για το Τρανσφαραγκασαν πας. Στα δεξιά μας η Τρανσυλβανία μέσα στα σύννεφα έβγαζε από μέσα σου το αίσθημα της περιπέτειας, ο καιρός βαρύς βροχερός. Ρωτήσαμε στο βενζινάδικο που βρισκόταν πάνω στο δρόμο ποια κατεύθυνση έπρεπε να πάρουμε. Βάλαμε τα αδιάβροχα και κάπως έτσι ξεκίνησε… Σε δέκα περίπου λεπτά ήμασταν στους πρόποδες, δεξιά και αριστερά σκοινάκια με φωτιές ορειβατών, σκοτεινό το τοπίο, τα πυκνά σύννεφα που είχαν πέσει και η υγρασία έμοιαζε να είναι η ώρα 20:00. Ο δρόμος υγρός αλλά η άσφαλτος καλή. Για την κατασκευή αυτού του δρόμου σκοτώθηκαν σαράντα άνθρωποι. Μετά από μερικά πέταλα φτάσαμε στο πρώτο stage.

Δύο τουριστικά μαγαζάκια πάνω στη στροφή, ουσιαστικά από εκεί ξεκινούσε… Ψηλά απέναντι σου, έβλεπες έναν μεγάλο καταρράκτη να σκίζει τα βράχια στα δύο με τα παγωμένα του νερά!! Εκεί ρωτήσαμε πόσα χιλιόμετρα είναι μέχρι την κορυφή, σαράντα μας είπαν. Η ώρα του παιδιού έφτασε!!

Όσο ανεβαίναμε η θέα γινόταν πιο επιβλητική, περνάμε κάτω από καταρράκτες και τα νερά σκάνε δίπλα μας, καταρράκτες μικροί μεγάλοι παντού όπου και να κοιτάξεις το υγρό στοιχείο παρών!! Παρά το μεγάλο υψόμετρο, το πράσινο έχει κατακλύσει όλο το βουνό, περνάμε μέσα από τούνελ σκαμμένα και όχι χτισμένα, χωρίς φωτισμό, το οξυγόνο βαρύ, υγρός ο αέρας γεμίζει τους πνεύμονές μας και τροφοδοτεί την έκσταση!! Λίγο πριν την κορυφή ένας βοσκός με εκατοντάδες πρόβατα και λίγο παρακάτω μια ορειβατική σκηνή.

Κορυφή!! Δίπλα στο χιονοδρομικό η θέα μπροστά σου δεν συγκρίνεται με οτιδήποτε έχουμε δει μέχρι τώρα!! Μετά τις απαραίτητες φωτογραφίες ξεκινήσαμε την κάθοδο απ την άλλη πλευρά του βουνού και είχαμε σκοπό να φτάσουμε μέχρι την Μπρασόφ εκείνη τη μέρα.

Είχε τόσο κρύο εκεί πάνω που οι θερμοκρασίες απ τους κινητήρες έπεσαν και ας δούλευαν!! Συνεχίζοντας μπήκαμε σε ένα τούνελ, σκαμμένο και αυτό αρκετά μεγάλο και με μεγάλη κατηφορική κλίση. Μόλις βγήκαμε αντικρίσαμε δίπλα μας τον μεγάλο καταρράκτη που βλέπαμε από κάτω, μια γιαγιά δίπλα πούλαγε καπνιστό τυρί.

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και εμείς είχαμε ακόμα πολλά χιλιόμετρα να γράψουμε. Κατεβαίνουμε αρκετά, περνάμε λίμνες, μπαίνουμε στο δάσος, ψηλά δέντρα κρύβουν το ελάχιστο φως του φεγγαριού. Ο Κώστας με τον Στέλιο έχουν φύγει μπροστά, εγώ στη μέση και ο Στέφανος έχει μείνει πίσω, δύσκολο το CBRxx σ’ αυτούς τους δρόμους. Ξαφνικά ο δρόμος γεμίζει λακκούβες ή καλύτερα κρατήρες, αυτό το χάλι πρώτη φορά το είδα!! Δεν έχει πουθενά να πατήσεις, κινούμε γύρω στα τέσσερα - πέντε χιλιόμετρα και μέσα στο σκοτάδι βρίσκω τον Στέλιο και τον Κώστα σταματημένους. Οι τρις τώρα περιμένουμε τον Στέφανο. Μόλις έφτασε λοιπόν πέταξε την ατάκα της ημέρας: Τέτοια μαλακία!!
Αφού ξεραθήκαμε στο γέλιο, έπεσε το ερώτημα: Περιπέτεια; Όλοι είπαμε ναι χωρίς σκέψη. Θα σταματήσουμε μόνο αν βρούμε κάτι να μείνουμε. Ξέραμε ότι μέσα στο δάσος δεν πρόκειται να βρούμε κάτι. Μετά από μια διαδρομή σαράντα περίπου χιλιομέτρων και αφού οι μηχανές δάκρυσαν, βλέπουμε φως ανάμεσα απ τα δέντρα!! Ήταν ένα ολοκαίνουριο ξενοδοχείο χτισμένο πάνω σε μια μεγάλη στροφή του δρόμου και κολλητά στη λίμνη. Χτισμένο παραδοσιακά με ξύλινα δοκάρια. Πολύ όμορφα δωμάτια, προλάβαμε και το εστιατόριο πριν κλείσει αφού είχε πάει 23:00. 20 ευρώ το άτομο.

Τρανσφαγκαράσαν πρέπει να πας!!

Τρανσφαράγκασαν – Μπραν – Μπρασόφ – Κονσταντζα.

Αφού φάγαμε πρωινό, ξεκινήσαμε για την Μπραν, εκεί είναι το κάστρο του Δράκουλου!! Λίγο μετά το ξενοδοχείο συναντήσαμε ένα μεγάλο φράγμα, η θέα εξαιρετική!!

Περιττό να πω πως κάναμε μια διαδρομή γύρω στα εκατό χιλιόμετρα με κρατήρες (το βράδυ συσφίξεις), μόλις φτάσαμε στο εθνικό δίκτυο, ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης αλλά χωρίς λακκούβες, ένα δάκρυ συγκίνησης έτρεξε απ τα μάγουλα όλων μας!! Για να το γιορτάσουμε σταματήσαμε στο πρώτο βενζινάδικο που βρήκαμε μπροστά μας, φουλάραμε και φάγαμε κρουασάν συσκευασμένα!! Αυτό θα πει “το έριξα έξω μάδα φάκα”!!
Συνέχεια λοιπόν και μετά από αρκετή ώρα φτάσαμε στη Μπραν, έξω απ το χωριό φαινόταν το κάστρο του κόμη, ψηλό, επιβλητικό, χτισμένο πάνω σε ύψωμα.

Αφήσαμε τις μηχανές σε ιδιωτικό πάρκινκ για να τις βρούμε όταν επιστρέψουμε και περπατήσαμε μέχρι την είσοδο. Παντού γύρω σου τουριστικά μαγαζιά.

Η είσοδος είναι 20 κούνα και αν έχεις κάμερα έγραφε πληρώνεις άλλα 20. Έτοιμοι να ρίξουμε πιστόλι κρύψαμε τις μηχανές μέσα στα κράνη, μετά όμως μάθαμε πως πρόκειται μόνο για βίντεο κάμερα. Έξω πάλι οι κάμερες…

Μπαίνοντας στο κάστρο βλέπεις μια μεγάλη αυλή με μια τεχνίτη λίμνη και ένα κτίριο που η σκεπή του έχει γίνει καταπράσινη απ τα βρύα.

Ανεβαίνεις μια πλακόστρωτη ανηφοριά πλάι στο κτίριο και μπροστά σου το κάστρο!! Εντυπωσιακό απ’ έξω! Μπαίνοντας μέσα αντιλαμβάνεσαι ότι οι διάδρομοι είναι πολύ στενοί και οι πόρτες κοντά στο ένα μέτρο ύψος. Τα έκαναν έτσι για ασφάλεια. Κρεβατοκάμαρα, σαλόνι, βιβλιοθήκη, αρκετά τζάκια, game room, στολές σταυροφορίας, επίσημες ενδυμασίες, όπως και το στέμμα με το ραβδί του. Βγαίνεις στη βεράντα και στη μέση ένα πηγάδι.







Η αλήθεια είναι ότι δεν με εντυπωσίασε, αρκετά φτωχό για κάστρο κόμη. Αρκετοί λένε ότι αυτό ήταν ένα από τα κάστρα του και επειδή είναι το πιο καλοδιατηρημένο το εκμεταλλεύονται οι Ρουμάνοι. Όπως και να έχει είναι ένα όμορφο κάστρο.

Στο πάρκινκ έπεσε πιστόλι…
Δρόμο λοιπόν για Κονστάτζα μέσω Μπρασόφ. Επειδή τα χιλιόμετρα ήταν πολλά και ο χρόνος πάλι λίγος, είπαμε να κάνουμε μια βόλτα με τις μηχανές μέσα στην Μπρασόφ και να πιούμε έναν εσπρέσο στο κέντρο. Η πόλη ήταν υπέροχη, κρίμα που δεν είχαμε χρόνο να την περπατήσουμε…
Ο δρόμος για Κονστάτζα πέρναγε μέσα από χωριά με αρκετό πληθυσμό, ουσιαστικά χώριζε τα χωριά στα δύο. Προσευχόμουν σ’ όλο το δρόμο. Ήταν δρόμος διπλής κατεύθυνσης με δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση χωρίς φυσικά διαχωριστικό, με διαβάσεις πεζών ανά πεντακόσια μέτρα, ενώ όλες οι λωρίδες είναι γεμάτες αυτοκίνητα (που πάνε όλοι αυτοί); με ελάχιστο τα 120 χιλιόμετρα την ώρα και του ρουμάνους οδηγούς να οδηγούν σαν δαιμονισμένοι. Εκεί λοιπόν είδαμε το μέγιστο!! Ένα κάρο να περνά απ την μια άκρη του δρόμου στη άλλη!! Μέσα σ αυτό τον χαμό έκανε την υπέρβαση!! Σαν ηλεκτρονικό παιχνίδι φάνηκε. Σκέφτηκα για λίγο ότι θέλω τη μαμά μου αλλά μετά από μερικά χιλιόμετρα συνήλθα. Προσοχή!! Οι Ρουμάνοι δεν κοιτούν δε διασταυρώσεις, απλά βγαίνουν, έχουν βρει τον τρόπο να κάνουν τη ζωή τους πιο απλή βρε αδερφέ!!
Επιτέλους το μοναδικό σοβαρό εθνικό δίκτυο (λαίκ Εγνατία), περνάει έξω απ το Βουκουρέστι είναι 140 χιλιόμετρα και φτάνει μέχρι την Κονστάντζα. Ηρέμισε λίγο το μέσα μας… Μας πήρε η νύχτα όταν φτάσαμε έξω απ την πόλη και το Z750 του Κώστα άρχισε να παθαίνει ατροφία πάνω απ τις 8.000 στροφές. Οι βενζίνες του θέλουν πολύ προσοχή, είναι χάλια. Βάλαμε όλοι καθαριστικό στα ντεπόζιτα, φουλάραμε με κατοστάρες βενζίνες, βρήκαμε στο wifi του βενζινάδικου κατάλυμα με τα iphone και τραβήξαμε για το ξενοδοχείο. Πρέπει να πω πως το Strada με την κατοστάρα, με πέμπτη ταχύτητα και 3000 στροφές, τραβούσες το γκάζι και έφευγε αέρας!!
Το ξενοδοχείο ήταν της πυρκαγιάς, βρόμαγε του θανατά! Μια ψυχή που είναι να βγει… ας βγει. Αφού κάναμε μπάνιο σε μια μπανιέρα με ανάποδη κλίση που τα νερά αντί να πάνε στην τρύπα έκανα λίμνη πίσω, ετοιμαστήκαμε να βγούμε βόλτα στην πόλη και να φάμε κάτι αφού δεν είχαμε φάει όλη μέρα. Η ώρα είχε πάει 23:00 και ρωτήσαμε την ρεσεψιονίστ τι γίνεται στην πόλη, εκείνη μας είπε αφού είστε τέσσερις δεν υπάρχει κίνδυνος πηγαίνετε με τα πόδια. Κοιταχτήκαμε λίγο και ξεκινήσαμε. Σε μια διαδρομή είκοσι λεπτών στην πόλη, συναντήσαμε δύο ανθρώπους. Η περιοχή έμοιαζε νεκρή, η Κονστατζα είναι το μεγαλύτερο λιμάνι της μαύρης θάλασσας, κανένα μαγαζί ανοιχτό, όχι μόνο φαγητό αλλά και οι μπυραρίες!! Έπιασε και ένας δυνατός αέρας, από πίσω ψιλοβρόχι, μπήκαμε σε ένα ταξί και πίσω στο ξενοδοχείο. Εκεί είπαμε στην ωραιότατη ρεσεψιονίστ να μας παραγγείλει δύο πίτσες με τη διευκρίνιση “Greek size” κατάλαβε αμέσως και μας παρήγγειλε δύο ταψιά πίτσα που τα γλύψαμε οι Ούννοι!!

Κονσταντζα – Νέα Βύσσα - Κοζάνη.

Το επόμενο πρωί ο Κώστας ξύπνησε με πυρετό και είχαμε κοντά εξακόσια χιλιόμετρα να γράψουμε μέχρι την Ελλάδα, θα έπρεπε να διασχίσουμε όλη τη Βουλγαρία και να φτάσουμε στη Νέα Βύσσα, το χωριό του Στέφανου που θα διανυκτερεύαμε εκεί. Κουμπώθηκε γερά απ το φαρμακείο του δόκτωρ Στέφανου και φύγαμε για να δούμε την Κονστάντζα με το φως της μέρας.

Περάσαμε δίπλα απ’ το εμπορικό λιμάνι το οποίο όντως είναι τεράστιο και φτάσαμε σε ένα μέρος ψηλά απ όπου έβλεπες κάτω τη μαύρη θάλασσα. Από εκεί μπορούσες να διακρίνεις πόσο βρόμικη είναι, απορώ κι όλας πως ο κόσμος έκανε μπάνιο εκεί μέσα!! Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που λες: Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει!!

Μετά και απ αυτό, καβάλα και δρόμο τον κατήφορο για Βουλγαρία. Τα σύνορα είναι περίπου πενήντα χιλιόμετρα από την Κονστάντζα. Αφού περάσαμε τα σύνορα, πατήσαμε περίπου 150 χιλιόμετρα αυτοκινητόδρομου και ο εφιάλτης επιστρέφει ξανά. Η λακκούβα τα μπαλώματα και τα σαμάρια δεν έχουν τελειωμό!! Απαράδεκτοι δρόμοι για ακόμα μία φορά!! Καλύτερα να πατούσαμε χωματόδρομο. Ο δρόμος πέρναγε πάλι μέσα από ένα δάσος για αρκετά χιλιόμετρα, έτσι σταματήσαμε για ξεκούραση και τεντωθήκαμε για λίγο κάτω απ τα δέντρα, ο Κώστας είχε ακόμα πυρετό αλλά την πάλευε.

Ήταν κοντά 17:30 όταν αντικρίσαμε σύνορα απέναντι μας, όμως αντί για ελληνική σημαία βλέπω τούρκικη. Ρωτάω λοιπόν τον βούλγαρο τελώνη, πότε μπήκαν οι τούρκοι στον Έβρο; Εκείνος μου απαντάει πως μάλλον κάναμε λάθος και μπήκαμε από λάθος πλευρά, εκεί ήταν τα τουρκο-βουλγαρικά σύνορα. Η άλλη πλευρά που θα μας οδηγούσε στο Ορμένιο ήταν μακριά και πως μας σύμφερε καλύτερα να μπούμε από εκεί καθώς σε εξήντα χιλιόμετρα θα μπαίναμε στις Καστανιές.
Απ’ τους βούλγαρους περάσαμε πολύ γρήγορα, στην Τουρκία όμως περάσαμε από τρις ελέγχους, οι υπάλληλοι χειρίζονταν τους υπολογιστές σαν να γράφουν ορθογραφία παιδάκια πρώτης δημοτικού (γράψε σβήσε, ψάξε το γράμμα). Του Κώστα του έλεγαν ότι το μηχανάκι είναι κλεμμένο, ο Κώστας μέσα στον πυρετό του κατέβαζε ότι βρισίδι του ερχόταν στο μυαλό, ο ένας απ’ αυτούς ήξερε ελληνικά, μύλος η κατάσταση!! Τελικά βγάλαμε άκρη και φύγαμε. Ο δρόμος μέχρι την Ανδριανούπολη ήταν πολύ καλός, η πόλη ήταν πανέμορφη, την ώρα που έτυχε να είμαστε εκεί έπεφτε ο ήλιος, περάσαμε πάνω απ το πέτρινο γεφύρι που περνάει ποτάμι από κάτω και ο ορίζοντας έλαμπε από το χρυσό του ήλιου!! Στην πόλη όλος ο κόσμος στους δρόμους, έσφυζε από ζωή!! Στο τελωνείο που ήταν πέντε λεπτά απ την πόλη γινόταν ένας μικρός χαμός, πολύ κίνηση και οι Τούρκοι πολύ σχολαστικοί. Ο Στέλιος φώναζε: ερχόμαστε από Αφγανιστάν, είμαστε δέκα μέρες στους δρόμους και πάμε Αθήνα. Έτσι μας άφησαν και περάσαμε πρώτοι.
Στο ελληνικό τελωνείο έγινε πάρτι. Μέσα στην τρελή χαρά!! Τελικά σαν την πατρίδα, πουθενά!! Σηκώσαμε τον Στέφανο στον αέρα και καθίσαμε στις Καστανιές να το γιορτάσουμε με φραπέ!!





Ο Στέφανος μας οδήγησε στη Νέα Βύσσα, δέκα περίπου χιλιόμετρα απ τις Καστανιές. Εκεί πήγαμε στο πατρικό της γυναίκας του που μας περίμενε η Κυρία Βασιλική και ο παππούς που ξεχνάω το όνομα (ας με συγχωρέσει). Ένας άνθρωπος 82 χρονών που το πρόσωπο του έμοιαζε με ανεξάντλητη πηγή ηρεμίας. Αφού μας καλωσόρισαν, η Βασιλική μας έστρωσε και μας έδωσε καθαρές πετσέτες, κάναμε μπάνιο, συνήλθαμε και μας έβγαλε για φαγητό. Φάγαμε τα υπέροχα ψητά (σπεσιαλιτέ σουβλάκι μοσχαρίσιο), ήπιαμε τις μπύρες μας. Πέρα απ το φαγητό που μας κέρασε μας έβγαλε και για γλυκό. Μας κατά σκλάβωσε με τη φιλοξενία της!!

ΒΑΣΙΛΙΚΗ Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ!!

Το επόμενο πρωί μας ετοίμασε πρωινό, φάγαμε και ξεκινήσαμε την επιστροφή για Κοζάνη. Άλλα 600 χιλιόμετρα…
Φτάσαμε περίπου στις 18:00, όλοι καλά με πολύ όμορφες εμπειρίες και εκατομμύρια εικόνες στο μυαλό.

Και εις άλλα με υγεία…

Από την Αδριατική στην μαύρη θάλασσα οι μυρωδιές αλλάζουν, ο ήλιος έχει άλλο χρώμα…


Έξτρα

Ανταλλαγή emails με τον Κώστα για τις αποσκευές που θα πάρουμε στο ταξίδι (Αντρικές κουβέντες).

Ανέστης προς Κώστα:

Θέμα:

Νούμερα και αριθμοί.

Κείμενο:

Μάστορα, για δώσε σε νούμερα απ' αυτά που θα πάρουμε στο ταξίδι γιατί άρχισα πλύσιμο στο χέρι και σιδέρωμα και νιώθω σαν την Πηνελόπη Πιτσούλη στο “Επάγγελμα Γυναίκα”.

Π.χ: 10 σοβρακοφανέλες, 2 σκελέες του στρατού, το σετ της μισής ντουζίνας με τα βαμβακερά προικιά που ετοίμασε η μάνα κ.τ.λ.

Απάντηση:

Κώστας προς Ανέστη:

Κείμενο:

Κοίταξε φίλε, ο εξοπλισμός που θα χρειαστείς ποικίλει ανάλογα τον λόγο του ταξιδιού.

Α) Αν πρωταρχικός σκοπός σου είναι η παντρειά, τότε σίγουρα τα σεμεδάκια που τόσα χρόνια έβγαλε τα μάτια της η μάνα σου στο πλέξιμο, δεν πρέπει να μείνουν έξω απ τις αποσκευές σου.

Β) Αν το ταξίδι είναι ερωτογενές και θέλεις να αποπλανήσεις κάποιον συνταξιδιώτη, τότε οι επιλογές είναι πολλές και λίγο browsing σε κάποια γνωστά online sex shop θα σε βοηθούσαν τα μάλα!!

Γ) Αν πάλι μιλάμε για το all time classic ταξίδι με κάγκουρες φίλους, πολλά χιλιόμετρα και junk food όπου μας ανοίξει η όρεξη τότε θα σε συμβούλευα να σκεφτείς καλά τα εσώρουχα!!

…….ισοθερμικό, windstoper.

Αυτά ρε συ Ανέστη πιστεύω είναι αρκετά.

Εγώ πάντως το γαμπριάτικο το κοστούμι θα το πάρω!!

Πληροφορίες:

Διαδρομή: Δείτε εδώ τη διαδρομή.

Ξενοδοχεία: έρχονται...

Καύσιμα: έρχονται...

Περισσότερες φωτογραφίες στο λογαριασμό μου στο fb.

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS
Read Comments

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
toolbar powered by www.mit3xxx.de